Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζήτουλας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζήτουλας ο [zítulas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (λαϊκότρ.) αυτός που ζητιανεύει, που ζητάει ελεημοσύνη· ζητιάνος: Έτσι που τον είδε, κουρελή και βρόμικο, τον πέρασε για ζήτουλα. || Δεν είμαι ~, να ΄ρθω παρακαλώντας.

[μσν. ζήτουλας < ζητούλ(ιν) `υποχρεωτική εισφορά εκκλησιών προς τη μητρόπολη΄ (< ζήτ(η) `ζήτα, ζητιανιά΄ -ούλιν) μεγεθ. -ας]

[Λεξικό Κριαρά]
ζήτουλας ο.
  • Ζητιάνος:
    • Περί ζήτουλα πτωχού (Βακτ. αρχιερ. 154).

[<ζητώ + κατάλ. ουλας· βλ. και Μηνάς 1978: 162. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go