Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζάχαρ
36 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ζάχαρ το,
βλ. ζάχαριν.
[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαράτος, επίθ.· σαχαράτος.
  • α) Παρασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη:
    • αβγόπιτες … ζαχαράτες (Ζήνου, Βατραχ. 66
    • γρανάτα σαχαράτα (Προδρ. IV 330
  • β) (μεταφ.) γλυκός:
    • το δροσάτο το φιλί, το ζαχαράτο (Αγν., Ποιήμ. Α´ 80).

[<ουσ. ζάχαρη + κατάλ. άτος. Η λ. στο Somav. II (λ. zucchero) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαρένια η [zaxaréna] Ο26 : (προφ., με την κτητ. αντων. μου, σου, του κτλ.) συνήθ. στην έκφραση χαλώ τη ~ μου, στενοχωριέμαι, αλλάζει η ψυχική μου διάθεση: Δε χαλώ τη ~ μου για τέτοια πράγματα.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ζαχαρένιος]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρένια, επίρρ.
  • (Μεταφ.) με γλυκό τρόπο, γλυκά:
    • ζαχαρένι’ απιλογήθη (Βοσκοπ. 115).

[<επίθ. ζαχαρένιος]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρένιος, επίθ.· ζαχαρένος.
  • α) Καμωμένος από ζάχαρη, γλυκός:
    • ζαχαρένια βρώση (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47222
  • β) (μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος· γοητευτικός:
    • κάλλη ζαχαρένια (Ερωτόκρ. Ε´ 1088
    • λόγια ζαχαρένα (Κυπρ. ερωτ. 11625).

[<ουσ. ζάχαρη + κατάλ. ένιος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαρένιος -α -ο [zaxarénos] Ε4 : 1. παρασκευασμένος με ζάχαρη: ~ χαλβάς. || (μτφ.): Zαχαρένια χείλη, πολύ γλυκά. 2. (ως ουσ.) η ζαχαρένια*.

[ζάχαρ(η) -ένιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζάχαρη η [záxari] Ο32 λόγ. γεν. και ζαχάρεως : λευκή κρυσταλλική και γλυκιά ουσία, την οποία προσθέτουμε σε εδώδιμα παρασκευάσματα (γλυκά, ποτά κτλ.), για να γλυκάνουμε τη γεύση τους: Xοντρή / ψιλή ~. Ένας κύβος ~. Kαφές με λίγη ~. Πόση ~ θέλετε στο τσάι; H ~ παράγεται με βιομηχανικές μεθόδους από το ζαχαροκάλαμο και τα ζαχαρότευτλα. Εργοστάσιο / βιομηχανία ζαχάρεως. || Γλυκός σαν ~, πολύ γλυκός. ΦΡ περνάω ~, καλοπερνώ.

[ελνστ. ή μσν. *ζάχαρ(ις) μεταπλ. < ελνστ. σάκχαρις `ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο΄ (ανατολ. προέλ.), με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-s > tin-z] και απλοπ. του συμφ. συμπλ. [kx > x] (πρβ. μσν. το ζάχαριν, το ζάχαρ, δες και στο ζάχαρο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζάχαρη η· ζάχαρις.
  • α) Ζάχαρη:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1310
    • (σε μεταφ.):
      • ζάχαρη τα χείλη σου στα σωθικά μου στάσσου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α´ 116
  • β) (μεταφ., προκ. για κ. γοητευτικό και ευχάριστο):
    • Ζάχαρη … έναι τ’ ανάβλεμμά σου (Ch. pop. 276).

[<μτγν. ουσ. σάκχαρις. Ο τ. στο Du Cange App.· βλ. και LBG. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζάχαρης ο.
  • Ζάχαρη:
    • έψηννεν τον ζάχαρην (Μαχ. 65619).

[<ουσ. ζάχαριν. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαρί [zaxarí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της ζάχαρης: ~ φόρεμα. || (ως ουσ.) το ζαχαρί, το ζαχαρί χρώμα: Είναι της μόδας το ~.

[ζάχαρ(η) -ί 4]

< Previous   [1] 2 3 4   Next >
Go to page:Go