Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εύτυχος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εύτυχος, επίθ.
  • Ευτυχισμένος, καλότυχος:
    • εύτυχους να ’χεις όλους σου τους χρόνους, εύτυχη πάσα σου δουλειάν τήν πιάσεις (Κυπρ. ερωτ. 10441, 42).

[<επίθ. ευτυχής αναλογ. προς το δύστυχος. Η λ. στο LBG και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go