Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εύσπλαγχνος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύσπλαγχνος, επίθ.· έσπλαχνος· εύσπλαχνος.
  • Πονόψυχος, ελεημονητικός:
    • άλλους, ως εύσπλαγχνος ανήρ, ελεύθερους αφήσε (Κορων., Μπούας 20).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ευσπλαχνία, έλεος:
    • Υιέ μου ποθεινότατε, … δοξάζω σου το εύσπλαγχνον και την μακροθυμίαν (Θρ. Θεοτ. 98).

[αρχ. επίθ. εύσπλαγχνος. Ο τ. έσπλαχνος και σήμ. ποντ. Ο τ. εύσπλαχνος και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευσπλαγχνοσύνη η· εσπλαγχνοσύνη.
– Βλ. και σπλαγχνοσύνη.
  • α) Διάθεση για βοήθεια:
    • ανισώς κι επιθυμάς εσύ ελεημοσύνην, εις άλλον μην την αρνηθείς, μα δείξ’ ευσπλαγχνοσύνην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1114]
  • β) συμπάθεια:
    • (Αλεξ. 1686).

[<επίθ. εύσπλαγχνος + κατάλ. σύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go