Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εύσημο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύσημο το [éfsimo] Ο40 : διάκριση που δινόταν στους επιμελείς και πειθαρχικούς μαθητές και με επέκταση, κάθε μορφή τιμητικής διάκρισης και αναγνώρισης της προσφοράς κάποιου: H πολιτεία τού έδωσε εύσημα για το κοινωνικό έργο του. Διαθέτει εύσημα για τους δημοκρατικούς αγώνες του. || (ειρ.): Γιατί σκοτώνεσαι στη δουλειά; Για να πάρεις το ~; Πήρε το ~ της βλακείας.

[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. εὔσημα τά `τιμητικά παράσημα΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. insignia (αρχ. εὔσημος `που διακρίνεται εύκολα από σημάδια΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
εύσημος, επίθ.
  • Λαμπρός:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 630).

[αρχ. επίθ. εύσημος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go