Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εύρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύρος ο [évros] Ο18 : ο νοτιοανατολικός άνεμος· σιρόκος.

[λόγ. < αρχ. Εyρος `ανατολικός άνεμος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύρος το [évros] Ο46 : 1.(λόγ.) πλάτος: Tο ~ των σιδηροδρομικών γραμμών / του ποταμού. || (μτφ.): Tο ~ των δραστηριοτήτων / των γνώσεών του είναι πολύ μεγάλο. Tο ~ και το βάθος της πλατωνικής σκέψης. 2. (μαθημ.) η απόσταση δύο ορίων ανάμεσα στα οποία περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας: Tο ~ των ταλαντώσεων / του τόξου. || (αστρον.) ~ αστέρος, το συμπλήρωμα του αζιμουθίου.

[λόγ.: 1: αρχ. εyρος· 2: σημδ. γαλλ. amplitude]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go