Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εύληπτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύληπτος, επίθ.
  • Ευκολονόητος:
    • σαφή και εύληπτα τοις πάσι (Προδρ. IV 31 χφ P κριτ. υπ).

[αρχ. επίθ. εύληπτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύληπτος -η -ο [évliptos] Ε5 : 1.(για φάρμακο ή για τροφή) που λαμβάνεται εύκολα, που μπορεί κανείς να τον καταπιεί ή να τον μασήσει χωρίς δυσκολία. 2. (μτφ.) για έννοια, νόημα που δεν παρουσιάζει δυσκολία στην κατανόηση: Ένα κείμενο / βιβλίο εύληπτο για μικρά παιδιά. H διδασκαλία γίνεται με εύληπτο τρόπο. εύληπτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2 κατανοητά.

[λόγ.: 1: αρχ. εὔληπτος `που παίρνεται εύκολα΄· 2: σημδ. γαλλ. compréhensible]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go