Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφόδιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφόδιο το [efóδio] Ο40 : 1.(κυρ. πληθ.) υλικά μέσα που είναι απαραίτητα για τη συντήρηση ανθρώπων ή ζώων, για την εκτέλεση ενός έργου ή για την επίτευξη ενός σκοπού: Οι κατασκηνωτές είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εφόδια. || (στρατ.): Επάρκεια / έλλειψη εφοδίων σε στρατιωτικές μονάδες. Tους τελείωσαν τα εφόδια και περιμένουν ενισχύσεις. 2. (μτφ.) ό,τι είναι απαραίτητο σε ένα άτομο για να μπορέσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία προβλήματα στην επαγγελματική, κοινωνική, οικογενειακή ή προσωπική ζωή του: H μόρφωση είναι ένα ~ για τη ζωή. Tο μόνο ~ που διαθέτει είναι ένα απολυτήριο δημοτικού. Ο πλούτος δεν είναι απαραίτητο ~ για τους νέους. Mε μόνα εφόδια την επιμονή και το θάρρος ξεκίνησε αυτό το δύσκολο αγώνα.

[λόγ. < αρχ. ἐφόδιον (συνήθ. πληθ.) `εφόδια για ταξίδι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφοδιοπομπή η [efoδiopombí] Ο29 : (στρατ.) φάλαγγα οχημάτων ή άλλων μεταφορικών μέσων που μεταφέρουν στο μέτωπο εφόδια ή από το μέτωπο τραυματίες ή που εφοδιάζουν με τρόφιμα και με άλλα αναγκαία αγαθά άμαχους πληθυσμούς.

[λόγ. εφόδι(ον) -ο- + πομπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες