Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφημέριος ο [efimérios] Ο20α : ιερέας που υπηρετεί σε ενοριακό ναό.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημέριος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἐφημέριος `που διαρκεί μία ημέρα΄ κατά τη σημ. της ελνστ. λ. ἐφημερία]
[Λεξικό Κριαρά]
- εφημέριος, επίθ.
-
- Καθημερινός:
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 36).
- Το αρσ. ως ουσ. = (εκκλ.)
- α) εφημέριος:
- (Λίμπον. Επίλ. 10)·
- β) επόπτης:
- (Βλαστού, Επιστ. 17715).
- α) εφημέριος:
[αρχ. επίθ. εφημέριος. Το αρσ. ως ουσ. και σήμ.]
- Καθημερινός:



