Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφελκίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφελκίδα η [efelkíδa] Ο26 : (ιατρ.) κρούστα που σχηματίζεται σε πληγή· κακάδι.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκίς, αιτ. -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go