Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφαψίας ο [efapsías] Ο3 : (ψυχιατρ.) άτομο που διεγείρεται σεξουαλικά, όταν έρχεται σε επαφή (όχι σεξουαλική) με κπ., όπως π.χ. όταν βρίσκεται μέσα σε πλήθος ανθρώπων.
[λόγ. < αρχ. ἔφαψ(ις) `άγγιγμα΄ -ίας]



