Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευφράδεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευφράδεια η [efráδia] Ο27 : η ιδιότητα αυτού που έχει μεγάλη ευχέρεια στην προφορική διατύπωση των σκέψεών του· ευγλωττία: Δικηγόρος / πολιτικός που έχει ~. Mιλάει με ~.

[λόγ. < ελνστ. εὐφράδεια `ορθότητα γλώσσας΄ κατά τη σημ. του αρχ. επιρρ. εὐφραδέως `με ευγλωττία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go