Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτελισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτελισμός ο [eftelizmós] Ο17 : η ενέργεια του ευτελίζω, ηθικός ή πνευματικός υποβιβασμός· εξευτελισμός.

[λόγ. < ελνστ. εὐτελισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες