Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευστάθεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευστάθεια η [efstáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευσταθούς, η κατάσταση του σώματος που διατηρεί την ισορροπία του, που είναι σταθερό. ANT αστάθεια: H ~ των σύγχρονων πλοίων είναι μεγάλη. Οι μεγάλοι τροχοί δίνουν ~ στο όχημα. Εάν αφαιρεθούν τα υποστυλώματα, το κτίριο θα χάσει την ευστάθειά του και θα καταρρεύσει. Έπεσε, γιατί δεν έχει ~ στο βάδισμα.

[λόγ. < αρχ. εὐστάθεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go