Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευσπλαγχνία
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ευσπλαγχνία η· εσπλαχνία· εσπλαχνιά· ευσπλαγχνιά· ευσπλαχνία· ευσπλαχνιά· ’σπλαγχνία· ’σπλαχνία.
  • α) Ευσπλαχνία, οίκτος:
    • (Κορων., Μπούας 57
  • β) συμπάθεια, εύνοια:
    • η πολλή του ’σπλαχνία οπού ’χεν εις τους χριστιανούς (Παλαμήδ., Βοηβ. 13
  • γ) προσήνεια:
    • ως είδε ο σουλτάνος την δουλοσύνην αυτών, εδέκτη τους με μεγάλην ευσπλαχνίαν και αγάπην (Χρον. σουλτ. 13332
  • δ) αγάπη, στοργή:
    • της γυναίκας την καρδιά η ευσπλαχνιά την κλίνει (Φαλιέρ., Λόγ. 178).

[αρχ. ουσ. ευσπλαγχνία. Ο τ. εσπλαχνία και σήμ. ποντ. Ο τ. ευσπλαχνία και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go