Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσεβισμός ο [efsevizmós] Ο17 : θρησκευτικό κίνημα των διαμαρτυρομένων, που δίδασκε ότι ο ευσεβής βίος και η φιλανθρωπία είναι ανώτερα από τη δογματική πίστη.
[λόγ. ευσεβ(ής) -ισμός μτφρδ. γερμ. Ρietismus]



