Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευπρόσιτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευπρόσιτος, επίθ.
  • Ευκολοπλησίαστος:
    • φάνηθι ευπρόσιτος και προσηνής (Βίος Αλ. 299).

[μτγν. επίθ. ευπρόσιτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες