Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευπρόσδεκτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευπρόσδεκτος, επίθ.
  • Καλόδεχτος:
    • (Βελλερ., Επιστ. 629).

[μτγν. επίθ. ευπρόσδεκτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευπρόσδεκτος -η -ο [efprózδektos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που γίνεται δεκτό με πολλή ευχαρίστηση· καλοδεχούμενος. α. για πρόσωπο αγαπητό ή επιθυμητό: Οι φίλοι είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι στο σπίτι μας. H γέννηση ενός παιδιού ακόμη θα ήταν ευπρόσδεκτη. || Tα χελιδόνια είναι οι ευπρόσδεκτοι επισκέπτες της άνοιξης. β. για κτ. πολύ χρήσιμο, απαραίτητο: Kάθε προσφορά / βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. Tα δώρα είναι πάντα ευπρόσδεκτα.

[λόγ. < ελνστ. εὐπρόσδεκτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go