Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευπρεπισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευπρεπισμός ο [efprepizmós] Ο17 : η ενέργεια του ευπρεπίζω, τακτοποίηση ή διαμόρφωση που συντελεί στον καλλωπισμό ανθρώπου ή χώρου.

[λόγ. ευπρεπισ- (ευπρεπίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go