Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευνούχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευνούχος ο [evnúxos] Ο18 : 1.άντρας από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί ή καταστραφεί οι όρχεις, όταν αυτός βρισκόταν στην προεφηβική ηλικία. || (ειδικότ.) ευνουχισμένος άντρας που υπηρετούσε ως φύλακας χαρεμιού. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει χάσει το δυναμισμό του.

[λόγ. < αρχ. εὐνοῦχος]

[Λεξικό Κριαρά]
ευνούχος ο· εύνουχος· μνούχος· μουνούχος.
  • 1) Ευνούχος:
    • ο δε ευνούχος ου δύναται ορμαστήναι (Ελλην. νόμ. 55612).
  • 2)
    • α) Ευνούχος παρακοιμώμενος, θαλαμηπόλος, συνοδός επίσημων προσώπων ή ακόλουθος γυναικών:
      • Ευνούχος της βασίλισσας (Αλεξ. Επίλ. 33
      • έδωκε τον Ακρίτην χαρίσματα … δώδεκα βάιες και ευνούχους δώδεκα (Διγ. Άνδρ. 36119
    • β) αρχιευνούχος του σουλτάνου (Οθωμανός αξιωματούχος):
      • είχασι προνόμια … με γράμμα και χρυσόβουλλον του ευνούχου κυρωμένα (Λίμπον. 232).
  • 3) (Προκ. για ζώα: κριάρι ή χοίρο) ευνουχισμένος:
    • (Βαρούχ. 1594, 7375).

[αρχ. ουσ. ευνούχος. Ο τ. μουν‑ στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go