Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευνουχισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευνουχισμός ο [evnuxizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευνουχίζω. 1. αφαίρεση ή καταστροφή των γεννητικών αδένων, κυρίως σε άρρενα άτομα ή σε αρσενικά ζώα. 2. (μτφ., μειωτ.) απώλεια του δυναμισμού, των φυσικών δυνατοτήτων ενός ατόμου, που οφείλεται κυρίως σε αρνητικές παρεμβάσεις.

[λόγ. < ελνστ. εὐνουχισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες