Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευλογητάριο το [evlojitário] Ο40 : (εκκλ.) καθένα από τα τροπάρια στα οποία, όταν ψάλλονται, προτάσσεται ο στίχος «ευλογητός ει Kύριε»: Aναστάσιμα / νεκρώσιμα ευλογητάρια.
[λόγ. < μσν. ευλογητάριον < ευλογητ(ός) -άριον επειδή περιέχει τη φρ. ευλογητός ο Θεός]



