Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευκολόπιστος -η -ο [efkolópistos] Ε5 : που πείθεται εύκολα, κυρίως γιατί χαρακτηρίζεται από αφέλεια ή από αθωότητα· εύπιστος. ANT δυσκολόπιστος.
[ευκολο- + πισ(τεύω) -τος]



