Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκολο
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολο- [efkolo] & ευκολό- [efkoló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα που έχουν ως β' συνθετικό συνήθ. ρηματικό επίθετο σε -τος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εύκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται το β' συνθετικό· (πρβ. ευ-): ~βάσταχτος, ~γιάτρευτος, ~διάβαστος, ~δούλευτος, ~πλησίαστος, ~χώνευτος. || ευκολόγεννος, που γεννά εύκολα.

[μσν. ευκολο- θ. του επιθ. εύκολ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ευκολο-χώνευτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολοαπόδειχτος -η -ο [efkoloapóδixtos] & ευκολοαπόδεικτος -η -ο [efkoloapóδiktos] Ε5 : για κτ. που αποδεικνύεται εύκολα. ANT δυσκολοαπόδειχτος.

[λόγ. ευκολο- + αποδεικ- (αποδεικνύω) -τος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευκολόγερτος, επίθ.· ευκολόγερθος.
  • Που γέρνει εύκολα, ασταθής:
    • (Χριστ. διδασκ. 407).

[<επίρρ. εύκολα + γέρνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολοδιάβαστος -η -ο [efkoloδjávastos] Ε5 : που διαβάζεται εύκολα, κυρίως γιατί δεν παρουσιάζει δυσκολίες στην κατανόηση: Ευκολοδιάβαστο βιβλίο.

[λόγ. ευκολο- + διαβασ- (διαβάζω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολοδιάκριτος -η -ο [efkoloδiákritos] Ε5 : ευδιάκριτος.

[λόγ. ευκολο- + διακρι- (διακρίνω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολοδούλευτος -η -ο [efkoloδúleftos] Ε5 : για κτ. που δουλεύεται εύκολα, που δεν παρουσιάζει δυσκολίες στην κατεργασία ή στην επεξεργασία: Ο πηλός είναι ευκολοδούλευτο υλικό.

[λόγ.(;) ευκολο- + δουλευ- (δουλεύω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολοκίνητος -η -ο [efkolokínitos] Ε5 : 1.για κτ. που μπορεί να το κινήσει ή να το μετακινήσει κάποιος εύκολα. 2. (για πρόσ.) α. ευκίνητος1. β. που εύκολα αποφασίζει να βγει έξω ή να ταξιδέψει.

[λόγ. ευκολο- + -κίνητος]

[Λεξικό Κριαρά]
ευκολοκράτητος, επίθ.
  • Που κατακτάται εύκολα, ευάλωτος:
    • ο δε βασιλεύς … καταλείψας το Βεπ … ως ευκολοκράτητον (Παράφρ. Χων. 37).

[<επίρρ. εύκολα + κρατώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολομεταχείριστος -η -ο [efkolometaxíristos] Ε5 : εύχρηστος.

[λόγ. ευκολο- + μεταχειρισ- (μεταχειρίζομαι) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολονόητος -η -ο [efkolonóitos] Ε5 : για κτ. που το καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, που δεν παρουσιάζει δυσκολία στην κατανόηση. ANT δυσκολονόητος: Tα παιδικά βιβλία πρέπει να είναι ενδιαφέροντα και ευκολονόητα.

[λόγ. ευκολο- + νοη- (νοώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες