Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευκάλυπτος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκάλυπτος ο [efkáliptos] Ο20α : ψηλό, αειθαλές και μακρόβιο δέντρο των τροπικών ή υποτροπικών χωρών, με αρωματικά φύλλα από τα οποία εξάγεται το ευκαλυπτέλαιο: Kαραμέλες ευκαλύπτου. Εισπνοές με ευκάλυπτο.

[λόγ. < νλατ. eucalyptus < eu- = ευ- + αρχ. καλύπ(τω) -tus = -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go