Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευθύβολος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευθύβολος -η -ο [efθívolos] Ε5 : (για πρόσ. ή όπλο) που σημαδεύει καλά και πετυχαίνει το στόχο του.

[λόγ. < ελνστ. εὐθύβολος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go