Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδαίμονας [evδémonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που βρίσκεται σε κατάσταση ευδαιμονίας· ευδαίμων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. εὐδαίμων, αιτ. -ονα]



