Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευγνώμονας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευγνώμονας [evγνómonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που αισθάνεται ευγνωμοσύνη· ευγνώμων. ANT αγνώμονας. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. εὐγνώμων, αιτ. -ονα (δες ευγνώμων)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go