Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευγηρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευγηρία η [evjiría] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) καλά γηρατειά, μόνο στο οίκος* ευγηρίας.

[λόγ. < αρχ. εὐγηρία `θαλερά γηρατειά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες