Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ετόλ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετόλ η [etól] Ο (άκλ.) : μακριά γούνινη εσάρπα.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. étole (στη νέα σημ.) < υστλατ. stola `άμφιο΄ < αρχ. στολή `ρού χο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go