Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ετυμολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετυμολόγος ο [etimolóγos] Ο18 θηλ. ετυμολόγος [etimolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την ετυμολόγηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go