Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ετοίμως, επίρρ.
-
- α) Ευθύς· πρόθυμα:
- (Φλώρ. 1500)·
- ετοίμως … τούτους και ως συμμάχους εδέξατο η Μαξιμού (Διγ. Gr. 2786 κριτ. υπ.)·
- β) φρ. ετοίμως έχω (με απαρέμφ.) = είμαι πρόθυμος να …:
- (Ελλην. νόμ. 5468).
[αρχ. επίρρ. ετοίμως]
- α) Ευθύς· πρόθυμα:



