Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ετησίως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ετησίως, επίρρ.
  • Κάθε χρόνο:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1759).

[μτγν. επίρρ. ετησίως (L‑S Suppl., λ. ιος). Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go