Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερόφωτος -η -ο [eterófotos] Ε5 : ANT αυτόφωτος. 1. (ιδ. για ουράνιο σώμα) που δεν είναι φωτεινή πηγή και φωτίζεται από το φως άλλης πηγής: H σελήνη είναι σώμα ετερόφωτο· δέχεται και αντανακλά το φως του ήλιου. 2. (μτφ. για πρόσ.) που δεν έχει δικές του ιδέες, απόψεις κτλ. αλλά δέχεται και εκφράζει τις ιδέες, απόψεις κτλ. άλλων ανθρώπων.
[λόγ. ετερο- + φωτ- (φως) -ος κατά το αντ. αυτόφωτος]



