Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ετερο-
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετερο- [etero] & ετερό- [eteró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ετερ- [eter], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό κυρίως σε σύνθετα επίθετα, συνήθ. λόγια ή επιστημονικά. 1. δηλώνει ότι το πρσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με κάποιο άλλο ανάλογο είναι: α. διαφορετικό, όχι όμοιο ως προς το χαρακτηριστικό στοιχείο που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ετερόγλωσσος, ετερόδοξος, ~εθνής, ετερόρρυθμος, ετερώνυμος, ANT ομο-· ετερόπτωτος, ANT ομοιο-. β. έξω από το κανονικό ή το καθορισμένο: ~χρονισμένος· (γραμμ.) ετερόκλιτος. 2. (κυρ. επιστ. και σε περιληπτικά ουσιαστικά) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ποικιλία και όχι την ομοιομορφία των στοιχείων που εκφράζει το β' συνθετικό: (βοτ.) ετερανθή, ~πέταλα· (ζωολ.) ετερόποδα, ετερόπτερα· ετερόδοντα, ζώα των οποίων η οδόντωση περιλαμβάνει δόντια διαφοροποιημένα κατά τη μορφή και τη λειτουργία. 3. δηλώνει την αντίθετη έννοια από το α' συνθετικό αυτο-: ~κίνητος, ετερόφωτος· ~παρατηρησία. 4. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έννοια του ενός εκ των δύο μερών ή στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό και συχνά όχι του καθιερωμένου ή συνηθισμένου: ~θαλής, ANT αμφι-· ετερόχειρας, αριστερόχειρας. 5. (ιατρ.) δηλώνει ανωμαλία, διαταραχή και γενικά παθολογική κατάσταση ή απόκλιση από την κανονική κατάσταση αυτού που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~αδενία, ~πλασία.

[λόγ. < αρχ. ἑτερ(ο)- θ. του επιθ. ἕτερο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἑτερό-καρπος `που παράγει διαφορετικό καρπό΄, ελνστ. ἑτερό-γλωσσος, ἑτερο-κίνητος & νλατ. hetero- < αρχ. ἑτερο-: ετερο-γένεση < νλατ. heterogenesis, ετερο-γαμία < γαλλ. hétérogamie, ετερο-κυκλικός < αγγλ. heterocyclic]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go