Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερομορφία η [eteromorfía] Ο25 : (βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο άτομα του ίδιου είδους έχουν διαφορετική μορφή· ετερομορφισμός.
[λόγ. < γαλλ. hétéromorphie < hétéro- = ετερο- + αρχ. μορφ(ή) -ie = -ία (διαφ. το μσν. ετερομορφία `το τερατόμορφο΄)]



