Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερογένεση η [eterojénesi] Ο33 : (βιολ.) αναπαραγωγή που γίνεται άλλοτε με γονιμοποίηση και άλλοτε με παρθενογένεση.
[λόγ. < νλατ. hetero genesis < hetero- = ετερο- + αρχ. γένε(σις) -ση]



