Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσώφυλλο το [esófilo] Ο42 : το καθένα από τα φύλλα του βιβλίου που βρίσκονται ανάμεσα στα εξώφυλλα και σε εκείνα τα οποία είναι κανονικά τυπωμένα: Πρώτο / τελευταίο ~. Aφιέρωση γραμμένη στο ~.
[λόγ. εσω- + φύλλον]



