Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εσώρουχο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσώρουχο το [esóruxo] Ο40 : γενική ονομασία ρούχων που κατασκευάζονται από λεπτό ύφασμα, φοριούνται κατάσαρκα σε ορισμένα τμήματα του σώματος και καλύπτονται από τα κανονικά ρούχα: Aντρικά / γυναικεία / παιδικά εσώρουχα.

[λόγ. εσω- + ρούχον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go