Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσταυρωμένος ο [estavroménos] Ο18 : προσωνυμία του Iησού Xριστού, η οποία αναφέρεται στη σταύρωσή του και ειδικότερα: α. σε ομοίωμά του στερεωμένο επάνω σε σταυρό: Έξοδος / προσκύνηση / πομπή του Εσταυρωμένου τη νύχτα της Mεγάλης Πέμπτης. Aποκαθήλωση του Εσταυρωμένου. β. σε κάθε εικαστική παράστασή της: Στο κέντρο της τοιχογραφίας βρίσκεται ο ~ ανάμεσα σε δύο ληστές.
[λόγ. < ελνστ. ἐσταυρωμένος μππ. του σταυρῶ (δες σταυρώνω)]



