Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εσπερινόν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εσπερινόν το· ισπερνόν· ’σπερνόν· ’σπερόν.
  • α) Το βράδι:
    • την αυτήν ημέραν το ’σπερόν όλοι αντάμα εγράψαν … (Μαχ. 4632
  • β) έκφρ. τα μικρά ’σπερνά = νωρίς το βράδι:
    • (αυτ. 38417).

[ουδ. του αρχ. επιθ. εσπερινός ως ουσ. Τ. ’σπερινό σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 7. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go