Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ερώμενος, μτχ. επίθ.· ουδ. ερωμένον.
-
- (Συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) εραστής, αγαπημένος:
- (Ερμον. Χ 317), (Διγ. Gr. 351).
[μτχ. ενεστ. του αρχ. εράομαι ως επίθ. Το θηλ., καθώς και αρσ. ερωμένος, και σήμ.]
- (Συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) εραστής, αγαπημένος:



