Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερωτοτροπία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτοτροπία η [erototropía] Ο25 : 1α.εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος με ορισμένη συμπεριφορά (κινήσεις, χειρονομίες, λόγια, βλέμματα κτλ.) και με στόχο τη σύναψη ερωτικών σχέσεων· φλερτ: Συγχέει την ευγένεια με την ~. β. (πληθ.) ερωτικές διαχύσεις: Aπαγορεύονται οι ερωτοτροπίες σε δημόσιους χώρους. 2. εκδήλωση συμπάθειας ή ενδιαφέροντος και επιδίωξη σχέσης με κπ.· φλερτ.

[λόγ. ερωτοτροπ(ώ) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go