Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερημόνησος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ερημόνησος η — ερημόνησον το.
  • Έρημο νησί:
    • εδιάβη σ’ ερημόνησον κι έκαμεν κατοικίαν (Αχέλ. 105).

[<επίθ. έρημος + ουσ. νήσος· αν ουδ. <επίθ. έρημος + ουσ. νησίν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go