Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερημητήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερημητήριο το [erimitírio] Ο40: ο χώρος στον οποίο ζει κάποιος ως ερημίτης· αναχωρητήριο.

[λόγ. ερημί(της) -τήριον μτφρδ. γαλλ. ermitage < ermite < υστλατ. eremita < ελνστ. ἐρημίτης (ορθογρ. αναλ. προς άλλες λ. σε -ητήριον, π.χ. προσκλητήριον) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go