Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερεθιστικότητα η [ereθistikótita] Ο28 : α.η ιδιότητα κάποιου να προκαλεί ερεθισμό. β. (φυσιολ.) η ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών να αντιδρούν στους εξωτερικούς ερεθισμούς.
[λόγ. ερεθιστικ(ός) -ότης > -ότητα]



