Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργώδης -ης -ες [erγóδis] Ε11 : (λόγ.) που απαιτεί έντονη προσπάθεια, που είναι επίπονος, κοπιαστικός: H σύνταξη μιας πολύτομης εγκυκλοπαίδειας αποτελεί ένα εργώδες εγχείρημα.

[λόγ. < αρχ. ἐργώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go