Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργόμετρο το [erγómetro] Ο40 : συσκευή, συνήθ. εργομετρικό ποδήλατο ή κυλιόμενος τάπητας, για τη μέτρηση του μυϊκού έργου.
[λόγ. < διεθ. ergo- = εργο- + -meter = -μέτρον]



