Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργατοϋπάλληλος ο [erγatoipálilos] Ο19 (συνήθ. πληθ.) : εργάτης ή υπάλληλος χωρίς διάκριση: H άνοδος των τιμών πλήττει προπαντός τους εργατοϋπαλλήλους.
[λόγ. εργάτ(ης) -ο- + υπάλληλος]



