Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργατοτεχνικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργατοτεχνικός -ή -ό [erγatotexnikós] Ε1 : α.που αναφέρεται στον εργατοτεχνίτη. β. που αναφέρεται σε εργάτες και τεχνίτες ως σύνολο: Εργατοτεχνικό προσωπικό.

[λόγ. εργατοτεχν(ίτης) -ικός αναλ. προς το τεχνίτης - τεχνικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go